φαλαρίδα

φαλαρίδα
(falica atra). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των ραλλιδών, της τάξης των γερανόμορφων. Είναι πουλί με χαρακτηριστικές μεμβρανώδεις αποφύσεις στα πλευρά κάθε φάλαγγας των δακτύλων, που είναι μακριά, καλύπτονται με φολίδες και είναι εφοδιασμένα με ισχυρά νύχια. Το ράμφος παρουσιάζει μια κεράτινη επέκταση, που φτάνει έως την κορυφή του κεφαλιού. Η φ. η κοινή θυμίζει την πάπια και κατά το σχήμα και κατά τις διαστάσεις. Το φτέρωμα, πυκνότατο, έχει χρώμα μαύρο στα ανώτερα τμήματα του κορμού και γκρίζο στην κοιλιά. Το ράμφος και η μετωπική κεράτινη πλάκα είναι άσπρα. Τα μάτια είναι κόκκινα και τα μακριά πόδια γκριζοπρασινωπά. Η φ., που είναι γενικά επιδημητική, είναι διαδεδομένη στην Ευρώπη, στην Ασία και στη βορειοδυτική Αφρική. Μεταναστεύει προς Ν για να διαχειμάσει μόνο όταν φωλιάζει σε ψυχρές περιοχές. Είναι κοινωνική και ζει κατά πολυάριθμα σμήνη στα τέλματα και στους βάλτους γλυκών ή αλμυρών νερών, στις λιμνοθάλασσες και στις λίμνες όπου αναζητά φυτά, έντομα, μαλάκια, ψάρια και καρκινοειδή, με τα οποία τρέφεται. Κολυμπά με ευκινησία, κινώντας το κεφάλι προς τα κάτω, βυθίζεται τελείως στο νερό και αναδύεται ξαφνικά. Προτού πετάξει, τρέχει για ένα σύντομο διάστημα στο νερό. Περπατά με ευκινησία ακόμα και στην πυκνή βλάστηση. Η φ. κατασκευάζει μόνιμη ή πλωτή φωλιά, ανάμεσα στα υδρόβια φυτά. Τον Μάιο γεννά 6 έως 12 αβγά που επωάζονται από τη θηλυκή και από τον αρσενικό διαδοχικά, περίπου επί 25 ημέρες. Έχει σκούρο, σκληρό και όχι πολύ εύγευστο κρέας, γι’ αυτό και το κυνήγι της δεν είναι εντατικό. Απαντά και στην Ελλάδα, όπου είναι γνωστή με τα ονόματα μαυρόκοτα, νερόκοτα και μπάλιζα. Στο ίδιο γένος ανήκει η φ. η λοφιοφόρος (falica cristata), που διακρίνεται από την προηγούμενη από μια μετωπική πλάκα, προικισμένη με δυο κόκκινες σαρκώδεις αποφύσεις, από τα γκριζογάλανα πόδια και τα σκούρα μάτια. Το δεύτερο αυτό είδος ζει στην Αφρική, αλλά φτάνει μερικές φορές έως τη νότια Ευρώπη, την Ελλάδα, τη Μάλτα και την Ισπανία.
* * *
η / φαλαρίς, -ίδος, ΝΑ, και ιων. τ. φαληρίς Α
1. ζωολ. κοινή σήμερα ονομασία τού είδους λιμναίου πτηνού, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, Fulica atra, ονομασία που οφείλεται στη φαλακρή κεφαλή του, αλλ. αίθα
2. βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων ποωδών φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαρος / φάληρος «λευκός» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμ-ίς / -ίδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαλαρίδα — φαλᾱρίδα , φαλαρίς coot fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουκουλόχορτο — το κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών τού γένους ερείκη, καθώς και τών ελληνικών ειδών τού γένους φαλαρίδα …   Dictionary of Greek

  • φαλήριον — τὸ, Α [φάληρος / φάλαρος] το φυτό φαλαρίδα …   Dictionary of Greek

  • φαλαρίς — Τύραννος του Ακράγαντα, παροιμιώδης για τη σκληρότητά του (6ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πίνδαρου, εξόντωνε τους αντιπάλους του με ιδιαίτερα ωμό τρόπο. Τους έκλεινε στο εσωτερικό ενός χάλκινου ταύρου, ο οποίος στη συνέχεια πυρακτωνόταν… …   Dictionary of Greek

  • φαληρίς — (I) ίδος, ἡ, Α ιων. τ. βλ. φαλαρίδα. (II) ίδος, ἡ, Α βλ. Φαληρεύς …   Dictionary of Greek

  • φόλιζα — η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού πτηνού φαλαρίδα …   Dictionary of Greek

  • καλοβάμονα ή καλοβατικά — Ομάδα πτηνών με χαρακτηριστικά μεγάλα πόδια, τα οποία τους επιτρέπουν να βαδίζουν εύκολα στα βαλτώδη και λασπώδη εδάφη. Άλλα ειδικά γνωρίσματα των ειδών αυτής της ετερογενούς ομάδας –που σήμερα δεν αναγνωρίζεται πια από τους ορνιθολόγους– είναι… …   Dictionary of Greek

  • κενταύριο — (Centaurium). Γένος ποωδών ή φρυγανωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα). Περιλαμβάνει περίπου 500 είδη, τα περισσότερα από τα οποία είναι άγρια· ελάχιστα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Η ελληνική χλωρίδα αριθμεί περίπου 70 είδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”